φλόξ

φλόξ
φλόξ, φλογός, ἡ (φλέγω; Hom.+; SIG 1170, 24; PGM 4, 3073; LXX; En; TestSol 3:4; TestJos 2:2; JosAs 14:9, also cod. A 12:10 [p. 56, 7 Bat.] for ἄβυσσον; ApcEsdr 1:24 p. 25, 20 Tdf. [ἡ φλόγα codd.]; ApcSed 2:4; Philo; Jos., Bell. 6, 272, Ant. 13, 139; Ath. 22:7) flame Lk 16:24. φ. πυρός (Eur., Bacch. 8 al.; LXX; PsSol 15:4; JosAs 14:9; ViElijah 2 [p. 93, 11 Sch.]; πῦρ b) Ac 7:30 (Ex 3:2); Hb 1:7=1 Cl 36:3 (s. LRadermacher, Lebende Flamme: WienerStud 49, ’32, 115–18); Rv 1:14; 2:18; 19:12 (for assoc. w. ancient views of the ‘evil eye’ s. PDuff, NTS 43, ’97, 116–33). ἐν πυρὶ φλογός in flaming fire (Ex 3:2 B et al.; Sir 45:19; PsSol 12:4; the v.l. ἐν φλογὶ πυρός parallels the text of Is 66:15; cp. Ex 3:2; PKatz, ZNW 46, ’55, 133–38) 2 Th 1:8. μεγάλη φ. a high flame (Lucian, Tim. 6) MPol 15:1.—B. 72. DELG s.v. φλέγω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλόξ — flame fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοξ — (phlox). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πόες, συνήθως πολυετείς, με κοντό στέλεχος. Αριθμεί 27 είδη, τα κυριότερα από τα οποία είναι η φ. η δρυμμόνδεια, ιθαγενής πόα του Τέξας, η φ. η θυσανωτή και η φ. η στικτή. Και τα τρία είδη είναι ιθαγενή… …   Dictionary of Greek

  • φλογί — φλόξ flame fem dat sg φλογίς piece of broiled flesh fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογῶν — φλόξ flame fem gen pl φλογόω set on fire pres part act masc voc sg (doric aeolic) φλογόω set on fire pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φλογόω set on fire pres part act masc nom sg φλογόω set on fire pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογός — φλόξ flame fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοξί — φλόξ flame fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοξίν — φλόξ flame fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγα — φλόξ flame fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγας — φλόξ flame fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγες — φλόξ flame fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”